- κατεναντίον
- κατεναντίονindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατεναντίον — (Α) επίρρ. 1. εναντίον κάποιου («εἰ δὲ κὲν οἱ προπάροιθε πόλιος κατεναντίον ἔλθω», Ομ. Ιλ.) 2. ακριβώς απέναντι, καταντικρύ … Dictionary of Greek
κατεναντία — (Α) επίρρ. κατεναντίον* … Dictionary of Greek